Πενθέως

Πενθέως
Πενθέω̆ς , Πενθεύς
masc gen sg
Πενθεύς
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διασφαιρίζω — (Α) ρίχνω κάτι εδώ κι εκεί σαν σφαίρα, διασκορπίζω («πᾱσα δ ἡματωμένη χεῑρας, διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως») …   Dictionary of Greek

  • σκευοποίημα — ατος, τὸ, Α [σκευοποιῶ] 1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία 2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα το προσωπείο και τα ενδύματα τού ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῡ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”